Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὐ γάρ ἐσθ' ὅπως

См. также в других словарях:

  • όπως — (ΑΜ ὅπως, Α επικ. και αιολ. τ. ὅππως, ιων. τ. ὅκως, δωρ. τ. ὁκῶς, θεσσαλ. τ. ὅπους) Ι. (επίρρ. αναφορικό συντασσόμενο κυρίως με ορστ.) 1. με τον τρόπο που... (α. «να τό κάνεις όπως σού είπα» β. «οὐ παρασκευῆς πίστει μᾱλλον ἢ τύχης ἀποκινδυνεῡσαι… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»